- κατοπτήρ
- κατόπτηςone who visitsmasc nom sgκατοπτήρspymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… … Dictionary of Greek
κατοπτήριος — α, ο (Α κατοπτήριος, ον) [κατοπτήρ] κατοπτευτήριος* … Dictionary of Greek
κατοπτῆρας — κατόπτης one who visits masc acc pl κατοπτήρ spy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτῆρες — κατόπτης one who visits masc nom/voc pl κατοπτήρ spy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτῆρι — κατόπτης one who visits masc dat sg κατοπτήρ spy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτῆρος — κατόπτης one who visits masc gen sg κατοπτήρ spy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτήρων — κατόπτης one who visits masc gen pl κατοπτήρ spy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)